Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ४०...





ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ ΜΕΤΑ ΤΑ 40
Οι εγκυμοσύνες στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής της γυναίκας αποτελούσαν μέχρι πριν από μερικά χρόνια ένα σχετικά σπάνιο φαινόμενο. Ο τρόπος ζωής όμως των γυναικών, οι ανάγκες τους και οι ρυθμοί άλλαξαν. Καθώς αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας και το προσδόκιμο επιβίωσης, αυξήθηκε παράλληλα και η ηλικία των γυναικών που επιθυμούν εγκυμοσύνη, κάτι βέβαια που έχει θετικά και αρνητικά σημεία.
Ένα από τα θετικά είναι ότι η γυναίκα μετά τα 40 έχει οικονομική ασφάλεια και αναγνωρίζει πιο συνειδητοποιημένα το ρόλο της ως μητέρα. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of Epidemiology and Community Health έδειξε πως οι γυναίκες που μένουν έγκυες κοντά στην ηλικία των 40 γεννούν υγιή αλλά και ήρεμα παιδιά. Οι ερευνητές εξηγούν πως οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι γιατί σε αυτήν την ηλικία οι γυναίκες προσέχουν τον εαυτό τους περισσότερο από τις νεότερες εγκύους, ακολουθούν σωστό διατροφικό πρόγραμμα και αποφεύγουν συνήθειες που μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο έμβρυο.
Οι γυναίκες μπορούν να μείνουν έγκυες μέχρι και το τέλος της αναπαραγωγικής τους ηλικίας, που κατά μέσον όρο στις δυτικές κοινωνίες είναι τα 50-52 χρόνια. Μια απόλυτα υγιής γυναίκα, η οποία δεν πάσχει από κάποια νόσο που ενδέχεται να επιδεινωθεί στην περίπτωση κύησης, μπορεί αναμφισβήτητα να τεκνοποιήσει με ασφάλεια, μένοντας έγκυος με φυσικό τρόπο ή και με τη βοήθεια μεθόδου υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μετά τα 40. Μέχρι την περίοδο της εμμηνόπαυσης, όσο υπάρχει έμμηνος ρύση το γεννητικό σύστημα δεν μεταβάλλεται, επομένως το μέγεθος της μήτρας δεν αλλάζει. Αυτό σημαίνει πως η μήτρα δεν μπορεί να συμβάλλει αρνητικά στην προσπάθειά σύλληψης ή και να επηρεάσει την εξέλιξη της κύησης. Ελάχιστες είναι οι μελέτες που υποστηρίζουν πως ίσως με το πέρασμα του χρόνου η μήτρα μειώνεται και δεν μπορεί να υποστηρίξει μια εγκυμοσύνη. Οι ωοθήκες πάλι είναι αυτές που με το πέρασμα των χρόνων παρουσιάζουν μορφολογικές, ανατομικές αλλά και λειτουργικές μεταβολές, που τις περισσότερες φορές μπορούν να αποκατασταθούν με την κατάλληλη θεραπεία (χορήγηση ορμονών).
Από την άλλη, με την πάροδο του χρόνου, ο οργανισμός παρουσιάζει μια φθορά και, ως φυσιολογική συνέπεια, οι πιθανότητες να εμφανίσουμε κάποια διαταραχή (όπως π.χ. υπέρταση, παχυσαρκία ή διαβήτη) αυξάνονται. Τα προβλήματα αυτά σε μια γυναίκα που δεν είναι έγκυος τις περισσότερες φορές μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Όταν όμως συνδυαστούν με μια εγκυμοσύνη, τότε ο οργανισμός μπορεί να προσαρμοστεί δυσκολότερα στις συνθήκες που προκαλούν αυτές οι νόσοι, με αποτέλεσμα η εγκυμοσύνη να μην μπορεί να υποστηριχθεί και να εξελιχθεί καλά. Για παράδειγμα, κατά την εγκυμοσύνη ο όγκος του αίματός αυξάνεται κατά 40%, κάτι που επιβαρύνει αυτομάτως τη λειτουργία της καρδιάς. Στην περίπτωση πάλι που μια γυναίκα παρουσιάζει υπέρταση, η εγκυμοσύνη μπορεί να την επιδεινώσει και να εμφανιστούν επιπλοκές όπως η προεκλαμψία. Επίσης, εάν η γυναίκα πάσχει από κάποια νεφρική νόσο, ενδέχεται να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κύησης, λόγω της αυξημένης λειτουργίας των νεφρών που παρατηρείται κατά την περίοδο των 9 μηνών. Κάποια προβλήματα κατά τη διάρκεια μιας εγκυμοσύνης εμφανίζονται 6 φορές πιο συχνά σε γυναίκες άνω των 40 απ’ ό,τι στις νεότερες. Βασικότερες από αυτές είναι οι διαταραχές του πλακούντα (π.χ. πρόωρη αποκόλληση πλακούντα, προδρομικός πλακούντας) που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές αιμορραγίες. Επιπλέον, προβλήματα των γεννητικών οργάνων που παρουσιάζονται πιο συχνά μετά τα 40, όπως τα ινομυώματα, μπορεί να εμποδίζουν πολλές φορές την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχουν διαφορές σε ό,τι αφορά τις εξετάσεις που πρέπει να κάνουν οι έγκυες μετά τα 40, εκτός βέβαια εάν η γυναίκα έχει μια συγκεκριμένη πάθηση – σε αυτήν την περίπτωση ο γυναικολόγος συνεργάζεται με τον θεράποντα ιατρό της. Καλό είναι –κάτι που ισχύει για όλες τις έγκυες– να αποφεύγει τις σκληρές δουλειές και να φροντίζει να περιορίζει την έντονη σωματική δραστηριότητα, χωρίς όμως να καθηλώνεται παρά μόνο στην περίπτωση που προκύψει κάποια επιπλοκή.
Σημαντικό ζήτημα είναι αυτό που έχει να κάνει με χρωμοσωμικές ανωμαλίες στο έμβρυο, όπως το σύνδρομο Down. Είναι γεγονός πως οι πιθανότητες γέννησης παιδιού με σύνδρομο Down αυξάνονται με την πάροδο της ηλικίας της μητέρας. Σήμερα όμως έχουμε στην διάθεσή μας μη επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να προσδιορίσουν τις πιθανότητες γέννησης ενός παιδιού με χρωμοσωμική ανωμαλία και να προσφέρουν στο ζευγάρι την δυνατότητα να επιλέξουν ή όχι την διενέργεια αμνιοπαρακέντησης, μιας επεμβατικής εξέτασης, η οποία δίνει και την οριστική απάντηση.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ






ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΩΣΗ
Ο φυσιολογικός ιστός που ‘επενδύει’ το εσωτερικό της μήτρας και που αιμορραγεί σε κάθε περίοδο της γυναίκας ονομάζεται ενδομήτριο. Η ενδομητρίωση είναι μία καλοήθης διαταραχή κατά την οποία ιστός παρόμοιος με το ενδομήτριο αναπτύσσεται έξω από τη μήτρα. Τυπικά αυτό συμβαίνει στην πύελο αλλά μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Οι πιο συχνές εντοπίσεις είναι η έξω επιφάνεια των ωοθηκών, το περιτόναιο, η έξω επιφάνεια της μήτρας, οι σάλπιγγες, το έντερο και η ουροδόχος κύστη.
Δεν είναι εύκολο να εξακριβώσουμε την συχνότητα της ενδομητρίωσης. Η διάγνωση μπαίνει μόνο με την ιστολογική εξέταση βλαβών που παίρνουμε μετά από χειρουργείο, λαπαροσκοπικά ή με τον ανοιχτό κλασικό τρόπο. Έτσι, γυναίκες που δεν έχουν συμπτώματα και δεν έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στην κοιλιά, δεν ξέρουν ότι έχουν ενδομητρίωση. Μικρές μελέτες έχουν αναφέρει πάντως ότι η ενδομητρίωση είναι παρούσα στο 5% τουλάχιστον των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας.
Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ενδομητρίωσης είναι οι εξής:
• Απουσία τελειόμηνης κύησης
• Ιστορικό ενδομητρίωσης στη μητέρα μιας γυναίκας (7% αύξηση της πιθανότητας)
• Μικροί κύκλοι περιόδου (κάτω από 27 ημέρες) με παρατεταμένη ροή (πάνω από 8 ημέρες)
• Μερική ή πλήρης απόφραξη της ροής του αίματος της περιόδου (π.χ. στένωση του τραχήλου)
Η αιτία πάντως της ενδομητρίωσης δεν είναι γνωστή.
Ο λόγος για τον οποίον μία γυναίκα με ενδομητρίωση θα αναζητήσει ιατρική βοήθεια είναι ο πόνος και η υπογονιμότητα. Το 1/3 των γυναικών θα αναφέρει πόνο στην πύελο, το 1/3 υπογονιμότητα και το υπόλοιπο 1/3 θα αναφέρει και τα δύο. Ο πόνος συμβαίνει πριν ή κατά την διάρκεια της περιόδου ή μπορεί να συμβαίνει κατά την διάρκεια ή μετά την ερωτική επαφή. Η ένταση των συμπτωμάτων δεν αντιστοιχεί στην σοβαρότητα της ενδομητρίωσης. Έτσι, μπορεί να έχουμε έντονο πυελικό πόνο με ήπια ενδομητρίωση.
Η διάγνωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπαίνει ιστολογικά μετά από χειρουργείο. Με το ιστορικό, την κλινική εξέταση, το υπερηχογράφημα και εξετάσεις αίματος τίθεται η υποψία της ενδομητρίωσης. Για την θεραπεία της ενδομητρίωσης σήμερα έχουμε αρκετές εναλλακτικές προτάσεις:
• Απλή παρακολούθηση
• Αντιφλεγμονώδη φαρμακευτική αγωγή
• Αντισυλληπτικά
• Άλλες μορφές ορμονικής θεραπείας
• Χειρουργείο
• Συνδυασμός των ανωτέρω
Η θεραπεία εξατομικεύεται και έχει να κάνει από το εάν το κύριο πρόβλημα της ασθενούς είναι ο πόνος ή η υπογονιμότητα και από την ηλικία της ασθενούς. Για παράδειγμα, αν μία γυναίκα έχει ήπια συμπτώματα και είναι κοντά στην εμμηνόπαυση μπορεί απλώς να παρακολουθηθεί.
Αναφέρθηκε ήδη ότι η ενδομητρίωση σε κάποιες γυναίκες εμπλέκεται με υπογονιμότητα. Παρ΄όλα αυτά, μέχρι και το 70% των γυναικών με ελάχιστη ή ήπια ενδομητρίωση και υπογονιμότητα, θα επιτύχουν σύλληψη μέσα σε 3 χρόνια χωρίς καμία θεραπεία. Εάν συμβεί εγκυμοσύνη, η ενδομητρίωση συχνά υποχωρεί ή λύεται. Οι γυναίκες με ενδομητρίωση που μένουν έγκυες δεν έχουν κανέναν αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές στην εγκυμοσύνη.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS)






Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS)
Πρόκειται για μία ορμονική διαταραχή. Τα ανδρογόνα, οι ανδρικές ορμόνες,
που κυκλοφορούν στο αίμα της γυναίκας σε μικρές συγκεντρώσεις, εδώ είναι
αυξημένα. Αυτή η αύξηση είναι που προκαλεί τις εκδηλώσεις του Συνδρόμου:
την αραιομηνόρροια (δηλαδή περίοδο τουλάχιστον κάθε 35 ημέρες), την
τριχοφυΐα, την ακμή και την εμφάνιση διογκωμένων ωοθηκών με πολλά
κυστίδια στο υπερηχογράφημα. Βέβαια, η κλινική εικόνα του συνδρόμου
ποικίλλει και περιλαμβάνει γυναίκες με συνδυασμό κάποιων από τα
χαρακτηριστικά αυτά και σε διαφορετικό βαθμό. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η
συχνότητα του Συνδρόμου κυμαίνεται από 5‐7% στις γυναίκες αναπαραγωγικής
ηλικίας, νούμερο αρκετά υψηλό, αποτελώντας τη συχνότερη ορμονική
διαταραχή στις ηλικίες αυτές. Το 40‐50% των γυναικών με το Σύνδρομο είναι
παχύσαρκες, ενώ από το σύνολο των παχύσαρκων γυναικών αναπαραγωγικής
ηλικίας, το 28%, δηλαδή περίπου μία στις τρεις, θεωρείται ότι πάσχουν από το
Σύνδρομο.
Η διάγνωση μπαίνει με το ιστορικό, με τον έλεγχο συγκεκριμένων ορμονών
στο αίμα και τέλος με το υπερηχογράφημα των ωοθηκών. Πρώτα βέβαια πρέπει
να αποκλειστούν άλλες καταστάσεις που προκαλούν υπερανδρογονισμό, καθώς
κάποιες φορές μπαίνει εύκολα η «ταμπέλα» του Συνδρόμου και η γυναίκα
μπορεί να πάσχει από άλλη διαταραχή. Αφού γίνει αυτός ο αποκλεισμός, ο
συνδυασμός τουλάχιστον δύο από τα εξής τρία κριτήρια θέτει την διάγνωση:
α)αραιομηνόρροια, β)κλινικός ή βιοχημικός υπερανδρογονισμός (τριχοφυΐα,
ακμή ή αυξημένα ανδρογόνα στο αίμα) και γ) πολυκυστική μορφολογία των
ωοθηκών στο υπερηχογράφημα.
Δεν υπάρχει αντιμετώπιση που να θεραπεύει ολοκληρωτικά το Σύνδρομο.
Αυτό που γίνεται είναι να αντιμετωπιστούν τα συμπτώματα για τα οποία μία
γυναίκα θα αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Έτσι, η αντιμετώπιση είναι πάντα
εξατομικευμένη. Αλλιώς θα χειριστούμε μία λεπτόσωμη νεαρή κοπέλα που το
κύριό της πρόβλημα μπορεί να είναι η τριχοφυΐα και αλλιώς μία μεγαλύτερης
ηλικίας γυναίκα που θέλει να επιτύχει εγκυμοσύνη. Τα τελευταία χρόνια
διαπιστώθηκε ότι στο Σύνδρομο εμπλέκεται και η ινσουλινοαντίσταση, δηλαδή
ο οργανισμός εκκρίνει αυξημένες ποσότητες ινσουλίνης σε σχέση με τις
γυναίκες χωρίς το Σύνδρομο. Αυτή η γνώση προσέθεσε νέα «όπλα» στην
θεραπευτική μας φαρέτρα, όπου τα αντισυλληπτικά δεν αποτελούν πλέον την
μοναδική μας δυνατότητα. Πάντως, η πρώτη θεραπευτική μας παρέμβαση
πρέπει να είναι πάντα η αλλαγή τρόπου ζωής με απώλεια βάρους στις
παχύσαρκες γυναίκες και άσκηση. Θεωρείται ότι απώλεια βάρους 5% μπορεί να
επαναφέρει την ωορρηξία και τον κύκλο σε φυσιολογική συχνότητα.
Η υπογονιμότητα είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο μία με
γυναίκα που πάσχει από το Σύνδρομο θα αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Το
Σύνδρομο σύμφωνα με συγκεκριμένες μελέτες αποτελεί την αιτία μέχρι και του
75% των περιπτώσεων με υπογονιμότητα λόγω ανωοθυξακιορρηξίας. Πάντως,
σε αυτές τις γυναίκες υπάρχει ένα πολύ καλό ωοθηκικό απόθεμα και οι
θεραπευτικές δυνατότητες είναι πολύ καλές. Ήδη αναφέραμε ότι σε περίπτωση
παχυσαρκίας, η απώλεια βάρους 5% επαναφέρει την ωορρηξία και λύνει έτσι
απλά το πρόβλημα της υπογονιμότητας!
Τέλος, ο κίνδυνος για ανάπτυξη Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 είναι
αυξημένος σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ειδικά σε γυναίκες που έχουν
συγγενή πρώτου βαθμού με Σακχαρώδη Διαβήτη.

Υπογονιμότητα, η μάστιγα της εποχής μας: ο γυναικείος παράγοντας




Υπογονιμότητα, η μάστιγα της εποχής μας: ο γυναικείος παράγοντας.

Στην διερεύνηση και αντιμετώπιση της υπογονιμότητας η αφετηρία μας είναι το ζευγάρι από κοινού. Το ζευγάρι είναι αυτό που θεωρείται υπογόνιμο, παρ΄ όλο που η αιτία ή οι αιτίες έγκεινται στον άνδρα ή τη γυναίκα. Σε αυτό το άρθρο θα αναφερθούμε στις αιτίες που έχουν να κάνουν με τη γυναίκα (γυναικείος παράγων) και που ανέρχονται σε ποσοστό περίπου 40% των περιπτώσεων. Σε ποσοστό 20% η αιτία ανευρίσκεται στον άνδρα, σε 25% και στους δύο ενώ σε ποσοστό 15% περίπου η διερεύνηση αδυνατεί να προσδιορίσει αιτία. Το ποσοστό των υπογόνιμων ζευγαριών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, θεωρείται όμως ότι κυμαίνεται περίπου στο 15%, αριθμός σημαντικά υψηλός. Εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός αυξάνεται, αποτελώντας ένα σημαντικότατο πρόβλημα για τους σύγχρονους νέους.
Η πρακτική είναι να ξεκινάει η διερεύνηση μετά από ένα έτος ελευθέρων επαφών χωρίς σύλληψη. Ωστόσο, ξεκινάμε νωρίτερα όταν η γυναίκα είναι πάνω από 35 ετών ή όταν υπάρχει κάποιο στοιχείο στο ιστορικό του άνδρα ή της γυναίκας που μπορεί να αποτελεί πιθανή αιτία.
Η συχνότερη αιτία υπογονιμότητας στη γυναίκα είναι οι διαταραχές της ανωοθυλακιορρηξίας. Ήδη από το ιστορικό, που είναι το πρώτο βήμα της διερεύνησης, παίρνουμε σημαντικές πληροφορίες. Κύκλοι 28 εώς 32 ημερών μπορούν να αποκλείσουν με μεγάλη βεβαιότητα διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας. Απεναντίας, κύκλοι μεγαλύτεροι των 40 ημερών αποδεικνύουν με ασφάλεια το αντίθετο. Εάν οι κύκλοι είναι μικρότεροι των 26 ημερών αλλά ρυθμικοί ή είναι μεταξύ 25 εώς 35 ημερών αλλά με διακύμανση μεγαλύτερη των 4 ημερών από κύκλο σε κύκλο, η διαταραχή στην ωοθυλακιορρηξία είναι πιθανή. Σε περίπτωση αβεβαιότητας, ο έλεγχος της προγεστερόνης στο αίμα της γυναίκας στο δεύτερο μισό του κύκλου λύνει το πρόβλημα. Στο 75% των περιπτώσεων ανωοθυλακιορρηξίας η αιτία είναι το Σύνδρομο των Πολυκυστικών Ωοθηκών.
Οι ανατομικές διαταραχές αποτελούν μία μεγάλη ομάδα αιτιών υπογονιμότητας. Πολύποδες κα συμφύσεις του ενδομητρίου ανιχνεύονται με υστεροσκόπηση ή με απλό υπερηχογράφημα μετά την έγχυση φυσιολογικού ορού στη μήτρα. Ινομυώματα που βρίσκονται σε επαφή με την κοιλότητα της μήτρας κυρίως εμπλέκονται σε αποβολές αλλά και αδυναμία σύλληψης. Η συχνότερη όμως κατηγορία ανατομικών ανωμαλιών είναι οι συμφύσεις και οι στενώσεις των σαλπίγγων. Ανευρίσκονται με την υστεροσαλπιγγογραφία, απλή και ανώδυνη εξέταση. Οι βλάβες αυτές προκαλούνται από φλεγμονές των σαλπίγγων. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: στον τράχηλο της γυναίκας μπορεί να βρεθεί ένα είδος μικροβίων που λέγονται χλαμύδια, χωρίς να προκαλούν συμπτώματα. Το ίδιο σιωπηλά μπορούν να προκαλέσουν φλεγμονή στις σάλπιγγες με τα αποτελέσματα που προαναφέραμε. Για το λόγο αυτό, οφείλουμε να είμαστε «γενναιόδωροι» στον έλεγχο των χλαμυδίων στον τράχηλο των νέων γυναικών, κάτι που γίνεται με απλή λήψη υγρού και καλλιέργεια.
Οι κυριότερες ενδοκρινολογικές διαταραχές σαν αιτίες υπογονιμότητας είναι η υπερπρολακτιναιμία και οι θυρεοειδοπάθειες. Και οι δύο ανευρίσκονται εύκολα με εξετάσεις αίματος. Τέλος, μία λιγότερη συχνή αιτία υπογονιμότητας είναι οι διαταραχές της τραχηλικής βλέννας.

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ένα σύγχρονο μεταβολικό νόσημα, Οστεοπόρωση





Ένα σύγχρονο μεταβολικό νόσημα, Οστεοπόρωση.
Η οστεοπόρωση είναι ένα μεταβολικό νόσημα, κατά το οποίο μειώνεται η πυκνότητα και η μικροαρχιτεκτονική των οστών, άρα και η μηχανική αντοχή τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος κατάγματος. Με την πάροδο των δεκαετιών και την παράλληλη αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, έχει αυξηθεί και η συχνότητα της νόσου.
Η πορεία της νόσου μπορεί να χαρακτηριστεί ύπουλη καθώς δεν εμφανίζει συμπτώματα μέχρι την δημιουργία κατάγματος. Τα σοβαρότερα οστεοπορωτικά κατάγματα είναι αυτά της κεφαλής και του αυχένα του μηριαίου οστού. Στους τρεις πρώτους μήνες από το κάταγμα οι επιπλοκές εμφανίζονται σε ποσοστό 40% και η θνησιμότητα εξ' αυτών ανέρχεται στο 25%. Πέρα από τη νοσηρότητα, το κόστος (κοινωνικό, ψυχολογικό, οικονομικό) του κατάγματος από ενδεχόμενη αναπηρία είναι τρομακτικό.
Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η οστεοπόρωση συγκαταλέγεται στην ομάδα των νοσημάτων στα οποία η πρόληψη είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Η θεραπεία της εγκατεστημένης οστεοπόρωσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάγματος, αλλά είναι απίθανο να επαναφέρει πλήρως την ποιότητα και την δύναμη του οστού.
Δύο είναι οι σημαντικές έννοιες για την κατανόηση της πορείας της οστεοπόρωσης: η μεγαλύτερη πυκνότητα που αποκτά το οστό σε όλη την διάρκεια της ζωής του ατόμου (Μέγιστη Οστική Πυκνότητα) και ο ρυθμός με τον οποίο αυτή χάνεται με την πάροδο της ηλικίας. Η ηλικία που επιτυγχάνεται η Μέγιστη Οστική Πυκνότητα (τότε δηλαδή που το οστό έχει την μεγαλύτερη αντοχή) δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αλλά συνήθως τοποθετείται στην τρίτη δεκαετία της ζωής στα περισσότερα άτομα. Όσο πιο μεγάλη είναι η Μέγιστη Οστική Πυκνότητα σε αυτήν την ηλικία, δηλαδή όσο πιο πυκνό και δυνατό είναι το οστό τότε, τόσο περισσότερο δυνατό θα παραμείνει, αναλογικά πάντα, και στην ηλικία των 60 ή 70. Ο ρυθμός απώλειας είναι αυξημένος κυρίως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, οπότε και σταματάει η προστατευτική δράση των οιστρογόνων.
Μελέτες σε μονοζυγωτικούς διδύμους έχουν δείξει ότι το ύψος της Μέγιστης Οστικής Πυκνότητας καθορίζεται σε ποσοστό 60-70% γενετικά. Το υπόλοιπο 30-40% καθορίζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η διατροφή, η άσκηση, συνήθειες, νόσοι και φάρμακα. Η δήλωση του Καθηγητή Charles Dent ότι «η γεροντική οστεοπόρωση είναι μία παιδιατρική νόσος» αντικατοπτρίζει το πόσο σημαντικό είναι να αποκτηθεί η υψηλότερη δυνατή Μέγιστη Οστική Πυκνότητα σε νεαρή ηλικία για την όσο το δυνατόν καλύτερη κατάσταση του οστού αργότερα στη ζωή.
Τα άτομα που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν οστεοπόρωση είναι κυρίως γυναίκες με εμμηνόπαυση (φυσική ή μετά από χειρουργείο) πριν την ηλικία των 45 καθώς και άτομα με θυρεοειδοπάθεια, άτομα που υποβάλλονται σε θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή ή ηπαρίνη και γυναίκες με παρατεταμένη απουσία εμμήνου ρύσεως, υποθαλαμικής αιτιολογίας. Αυτά τα άτομα θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολόγηση του κινδύνου να αναπτύξουν οστεοπόρωση. Η καλύτερη εξέταση που διαθέτουμε είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με DEXA. Πρόκειται για απλή και ανώδυνη εξέταση με χαμηλό κόστος και ελάχιστη ακτινολογική επιβάρυνση για το άτομο. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης (ή της πρόδρομης της κατάστασης που ονομάζεται οστεοπενία) γίνεται κατόπιν με στατιστική σύγκριση των μετρήσεων του/της ασθενούς με μετρήσεις εκ του γενικού πληθυσμού, ιδίου φύλου, νεαρής (t-score) ή της ιδίας ηλικίας (z-score).
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης επικεντρώνεται σε τρεις κυρίως άξονες:
1) Διατροφή. Απαιτείται επαρκής πρόσληψη θερμίδων, ασβεστίου με τα γαλακτομικά προϊόντα και βιταμίνης D. Τα δύο αυτά στοιχεία (ασβέστιο και βιταμίνη D) είναι απαραίτητα για την διατήρηση της σωστής πυκνότητας και δομής του οστού. Συστήνεται επίσης μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, ενώ δεν έχει αποσαφηνιστεί εάν η μείωση στην κατανάλωση καφεΐνης και αλατιού βοηθάει ή όχι.
2) Άσκηση. Συστήνεται άσκηση τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για 30 λεπτά. Το περπάτημα είναι μία άριστη επιλογή άσκησης. Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει το είδος της άσκησης να είναι τέτοιο που να προδιαθέτει σε πτώση και κάκωση. Τα οφέλη της άσκησης διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα το άτομο ασκείται. Η υπερβολική άσκηση, από την άλλη μεριά, μπορεί να οδηγήσει σε καταστολή της λειτουργίας του υποθαλάμου και με αυτόν τον τρόπο να αυξήσει τον κίνδυνο εγκατάστασης οστεοπόρωσης.
3) Διακοπή του καπνίσματος. Το κάπνισμα αποδεδειγμένα επιταχύνει την οστική απώλεια και για τον λόγο αυτόν συστήνεται αυστηρά η διακοπή του σε άτομα με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης.

ΠΡΟΩΡΗ ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ (ΠΡΟΩΡΗ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ)





ΠΡΟΩΡΗ ΩΟΘΗΚΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ(ΠΡΟΩΡΗ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ)
Ως πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια, κατάσταση που είναι πιο γνωστή σαν πρόωρη εμμηνόπαυση, ορίζεται η ανεπάρκεια των ωοθηκών πριν την ηλικία των 40 ετών. Η συχνότητά της είναι 1 στις 250 γυναίκες στην ηλικία των 35 και 1 στις 100 γυναίκες στην ηλικία των 40. Στην πλήρως ανεπτυγμένη της μορφή εμφανίζεται με απουσία περιόδου και συμπτώματα από την απουσία των ορμονών της γυναίκας που λέγονται οιστρογόνα. Ο όρος ‘ανεπάρκεια’ εννοεί ότι η λειτουργία των ωοθηκών δεν είναι φυσιολογική, αλλά όχι απαραίτητα ότι έχει παύσει εντελώς. Ασθενείς στις οποίες έχει γίνει η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας μπορούν σποραδικά να παράγουν οιστρογόνα, να έχουν ωορρηξία και σε ένα ποσοστό 5 με 10% ακόμα και να συλλάβουν με φυσικό τρόπο και να γεννήσουν ένα υγιές παιδί.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Μία διαταραχή στην περίοδο σε μία γυναίκα που προηγουμένως είχε σταθερό κύκλο είναι συνήθως το πρώτο σημείο. Αργότερα εμφανίζονται τα συμπτώματα της ανεπάρκειας των οιστρογόνων, δηλαδή εξάψεις και διαταραχές ύπνου ενώ στη συνέχεια προστίθενται η ατροφία του κόλπου και η δυσπαρεύνεια (πόνος στην επαφή).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Παλιότερα, έπρεπε να υπήρχε απουσία περιόδου για να τεθεί η διάγνωση. Πλέον αυτό δεν είναι απαραίτητο, καθώς όπως αναφέρθηκε ήδη, η έκπτωση της ωοθηκικής λειτουργίας δεν είναι πάντα πλήρης. Σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση αργεί να μπει (καθυστέρηση 5 ετών στο 25% των περιπτώσεων). Επιπρόσθετα, πάνω από το 50% των νέων γυναικών στις ΗΠΑ στις οποίες τελικά μπήκε η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας αναφέρουν ότι είδαν περισσότερους από 3 γιατρούς πριν γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις. Για το λόγο αυτό, νέες γυναίκες που αναφέρουν ότι έχασαν την ρυθμικότητα στον κύκλο τους για τρεις (3) ή περισσότερους συνεχόμενους μήνες δικαιούνται κατάλληλη εκτίμηση από την πρώτη κιόλας επίσκεψη. Αυτή η απώλεια της ρυθμικότητας μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι της προοδευτικά αναπτυσσόμενης ωοθηκικής ανεπάρκειας και της σχετιζόμενης έλλειψης των οιστρογόνων. Μετά τη λήψη ενός καλού ιστορικού που θα περιλαμβάνει και στοιχεία από το οικογενειακό αναμνηστικό, καθώς το 10% των περιπτώσεων είναι οικογενείς, θα προχωρήσουμε στην διενέργεια των κατάλληλων εργαστηριακών εξετάσεων:
• Test κυήσεως σε απουσία περιόδου
• Μέτρηση Προλακτίνης στο αίμα, για να αποκλειστεί η υπερπρολακτιναιμία σαν αιτία των συμπτωμάτων
• Μέτρηση των ορμονών του θυρεοειδούς και τέλος
• Μέτρηση της FSH στο αίμα καθώς και της οιστραδιόλης (για να αποκλειστεί μία αυξημένη FSH στη μέση του κύκλου).
Η διάγνωση της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας προκαλεί άγχος στην ασθενή, ειδικά όταν δεν έχει ολοκληρώσει το αναπαραγωγικό της έργο. Επίσης, η έλλειψη των οιστρογόνων καθιστά της ασθενείς αυτές υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η θεραπεία συνίσταται στην υποκατάσταση των ορμονών που λείπουν, δηλαδή των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, σε σχήμα που να μιμείται τον φυσιολογικό κύκλο, μέχρι περίπου την ηλικία των 50 ετών, οπότε αναμενόταν να μπει η ασθενής σε εμμηνόπαυση φυσιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, αντιμετωπίζονται τα συμπτώματα (εξάψεις, αϋπνίες, ατροφία του κόλπου) αλλά και προλαμβάνεται η ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
ΣΥΝΟΔΟΙ ΝΟΣΟΙ: Στο 90% των περιπτώσεων, η αιτιολογία της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας είναι άγνωστη. Εντούτοις, έχει παρατηρηθεί ότι η κατάσταση αυτή σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως και ανεπάρκειας επινεφριδίων. Συσχέτιση, επίσης, έχει βρεθεί και μεταξύ του υποθυρεοειδισμού και της πρόωρης ωοθηκικής ανεπάρκειας. Για το λόγο αυτό, στην διερεύνηση περιλαμβάνεται και έλεγχος θυρεοειδούς.

ΚΟΛΠΙΤΙΔΕΣ




ΚΟΛΠΙΤΙΔΕΣ
Οι πιο συχνές αιτίες κολπίτιδας σε γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση είναι η βακτηριακή, η μυκητησιακή και η τριχομοναδιακή κολπίτιδα. Από αυτές, μόνο η τριχομοναδιακή θεωρείται σεξουαλικώς μεταδιδόμενη, ενώ συχνότερες είναι η βακτηριακή και η μυκητησιακή.
ΒΑΚΤΗΡΙΑΚΗ ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ: Ο γυναικείος κόλπος αποικείται από πληθώρα μικροοργανισμών που στο σύνολό τους ονομάζονται με δύο λέξεις ‘φυσιολογική χλωρίδα’. Επικρατούν οι μικροοργανισμοί με την ονομασία γαλακτοβάκιλλοι. Στην βακτηριακή κολπίτιδα οι γαλακτοβάκιλλοι μειώνονται και αυξάνεται η συγκέντρωση άλλων μικροοργανισμών, κυρίως αναερόβιων, μέσω της αύξησης του pH του κόλπου. Τα αναερόβια παράγουν μεγάλες ποσότητες από ένζυμα, τα οποία ευθύνονται για τις ουσίες που δίνουν μία χαρακτηριστική άσχημη οσμή στα κολπικά υγρά. Ο μηχανισμός με τον οποίο συμβαίνει αυτή η ανισορροπία στους μικροοργανισμούς του κόλπου καθώς και ο ρόλος της σεξουαλικής δραστηριότητας δεν έχουν αποσαφηνιστεί πλήρως. Από τα δεδομένα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι η βακτηριακή κολπίτιδα δεν αποδίδεται σε έναν μόνο μικροοργανισμό. Είναι όμως δεδομένο ότι η συχνότητα των επεισοδίων βακτηριακής κολπίτιδας αυξάνεται με την αλλαγή ερωτικού συντρόφου ενώ είναι μεγαλύτερη σε γυναίκες με πολλαπλούς συντρόφους.
Ο καλύτερος τρόπος για πρόληψη της βακτηριακής κολπίτιδας δεν είναι γνωστός. Παρ’ όλα αυτά, μπορούν να γίνουν κάποιες συστάσεις:
• Αποφυγή κολπικών πλύσεων με αντισηπτικά. Κάποιες γυναίκες δοκιμάζουν αυτές τις πλύσεις για να νιώθουν ‘καθαρές’. Ο γυναικείος κόλπος έχει την ικανότητα να διατηρεί μία υγιή ισορροπία ανάμεσα στους μικροοργανισμούς του. Οι πλύσεις με αντισηπτικά μπορούν να διαταράξουν αυτήν την ισορροπία και να προκαλέσουν αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό.
• Αναφέρθηκε ήδη ότι γυναίκες με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν βακτηριακή κολπίτιδα ενώ είναι γνωστό ότι η βακτηριακή κολπίτιδα συνδέεται με μεγαλύτερο ποσοστό μετάδοσης του ιού HIV, πιο γνωστού ως ο του ιού που προκαλεί το AIDS.
• Όταν γίνεται λήψη θεραπείας για βακτηριακή κολπίτιδα θα πρέπει να ολοκληρώνεται όλη η αγωγή, ακόμη κι αν τα συμπτώματα υποχωρήσουν μετά από λίγες δόσεις.
Για την θεραπεία της βακτηριακής κολπίτιδας υπάρχουν σκευάσματα για λήψη από το στόμα ή από τον κόλπο, η οποία προτιμάται καθώς η λήψη από το στόμα έχει περισσότερες συστηματικές παρενέργειες. Δεν χρειάζεται να γίνεται θεραπεία και του συντρόφου καθώς η βακτηριακή κολπίτιδα δεν είναι νόσημα που μεταδίδεται σεξουαλικά.
ΜΥΚΗΤΗΣΙΑΚΗ ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ: Καλύπτει περίπου το 1/3 των περιπτώσεων κολπίτιδας. Μελέτη που έγινε σε φοιτήτριες στις ΗΠΑ έδειξε ότι οι μισές γυναίκες θα έχουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο μυκητησιακής κολπίτιδας μέχρι την ηλικία των 25. Το 75% των γυναικών θα έχουν ένα επεισόδιο μέχρι την εμμηνόπαυση ενώ το 45% θα έχουν τουλάχιστον δύο επεισόδια. Η κλασική εικόνα περιλαμβάνει κνησμό (φαγούρα) και παρουσία λευκωπών υγρών με τη χαρακτηριστική εικόνα κομματιών τυριού. Προδιαθεσικοί παράγοντες θεωρούνται η λήψη αντιβιοτικών, η εγκυμοσύνη,ο σακχαρώδης διαβήτης. Και σε αυτήν την περίπτωση δεν έχουμε να κάνουμε με σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, καθώς ο μηχανισμός δημιουργίας της μυκητησιακής είναι ανάλογος με αυτόν της βακτηριακής κολπίτιδας. Η θεραπεία με λήψη σκευασμάτων από την κολπική οδό είναι συνήθως αρκετή ενώ κι εδώ δεν χρειάζεται θεραπεία του ερωτικού συντρόφου.
Υπάρχει ένα ποσοστό γυναικών που υφίστανται υποτροπή μετά από λίγο διάστημα. Εάν τα επεισόδια υποτροπής είναι πάνω από τρία σε ένα έτος (και κατ’ άλλους συγγραφείς σε μικρότερο χρονικό διάστημα), τότε απαιτείται ειδική θεραπεία και πιθανώς και του συντρόφου.
ΤΡΙΧΟΜΟΝΑΔΙΑΚΗ ΚΟΛΠΙΤΙΔΑ: Αυτό που διαφοροποιεί αυτήν την κατηγορία από τις άλλες δύο είναι ότι οφείλεται σε έναν συγκεκριμένο μικροοργανισμό που λέγεται τριχομονάδα, ο οποίος μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή. Οπότε, στην περίπτωση αυτή απαιτείται θεραπεία και του ερωτικού συντρόφου. Η διάγνωση μπαίνει με την κλινική εικόνα αλλά και την παρουσία του μικροοργανισμού σε άμεσο παρασκεύασμα.

ΠΡΟΕΜΜΗΝΟΡΥΣΙΑΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ



ΠΡΟΕΜΜΗΝΟΡΥΣΙΑΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ.
Το προεμμηνορυσιακό σύνδρομο αναφέρεται σε ένα σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται λίγες μέρες πριν την περίοδο της γυναίκας. Το 75% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας με κανονική περίοδο εμφανίζουν κάποια από τα συμπτώματα του συνδρόμου ενώ το 20% με 30% των γυναικών εκδηλώνουν το σύνδρομο σε κλινικά σημαντική μορφή. Το ποσοστό των γυναικών που θα χρειαστεί ιατρική βοήθεια είναι μικρότερο και υπολογίζεται μεταξύ 3% και 8%. Το σύνδρομο εμφανίζεται σε γυναίκες οποιουδήποτε κοινωνικοοικονομικού, πολιτιστικού ή εθνολογικού υπόβαθρου. Συνήθως είναι μία χρόνια κατάσταση που μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στην ποιότητα ζωής μίας γυναίκας. Ευτυχώς, διάφορες θεραπείες αλλά και απλά μέτρα μπορούν να ελέγξουν τα συμπτώματα στις περισσότερες γυναίκες.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ. Τα πιο συχνά συμπτώματα του συνδρόμου είναι η κούραση, η ευερεθιστότητα και το άγχος. Επίσης, η γυναίκα μπορεί να έχει ένα αίσθημα θλίψης, να νιώθει βαριά ή «πρησμένη», θυμωμένη. Συχνά εμφανίζονται καυγάδες στην οικογένεια ή την εργασία. Δυσκολία στη συγκέντρωση, μειωμένο ενδιαφέρον για συνήθεις δραστηριότητες, έλλειψη ενέργειας, διαταραχές ύπνου, τάση στους μαστούς, πονοκέφαλοι, αύξηση βάρους αποτελούν επιπρόσθετες εκδηλώσεις του προεμμηνορυσιακού συνδρόμου.
ΑΙΤΙΑ. Οι ιστοί του σώματος είναι ευαίσθητοι στα επίπεδα των ορμονών που μεταβάλλονται κατά την διάρκεια του γυναικείου κύκλου. Μελέτες δείχνουν ότι η πτώση και η άνοδος των επιπέδων των ορμονών μπορεί να επιδρούν σε ουσίες στον εγκέφαλο, συμπεριλαμβανομένης της σεροτονίνης, η οποία επηρεάζει την διάθεση. Παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί κάποιες γυναίκες αναπτύσσουν το σύνδρομο ενώ άλλες όχι. Τα επίπεδα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης, των γυναικείων δηλαδή ορμονών, είναι παρόμοια σε γυναίκες με και χωρίς το σύνδρομο. Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι οι γυναίκες που αναπτύσσουν το σύνδρομο είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στις αλλαγές των ορμονών.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση για την διάγνωση του συνδρόμου. Αυτή τίθεται από το ιστορικό. Τα συμπτώματα πρέπει να συμβαίνουν μόνο στο δεύτερο μισό του κύκλου, πιο συχνά κατά την διάρκεια των πέντε με επτά ημερών πριν την περίοδο και μπορεί να είναι είτε σωματικά είτε να αφορούν στη συμπεριφορά.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ. Αρχικά γίνεται προσπάθεια να ανακουφίσουμε την ασθενή συστήνοντας τακτική άσκηση, τεχνικές χαλάρωσης και χρήση συγκεκριμένων συμπληρωμάτων βιταμινών και ιχνοστοιχείων. Κάποιες γυναίκες θα βοηθηθούν από αυτά τα μέτρα. Σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρήσουμε σε φαρμακευτική αγωγή, όπου ένα ευρύ φάσμα σκευασμάτων είναι διαθέσιμα για την ανακούφιση από τα συμπτώματα, τα οποία μπορούν να επηρεάσουν την κοινωνική ζωή και δραστηριότητα μιας γυναίκας.